29/7/14

Ο Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ προς τη Σύνοδο σχετικά με την απόφαση χειροτονία γυναικών στην Αγγλικανική Κοινωνία

Πειραιεύς, 28 Ἰουλίου 2014
Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν
Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Πειραιῶς κ.κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ σχετικῶς πρός τήν Ἀπόφαση χειροτονίας γυναικῶν στήν Ἀγγλικανική Κοινωνία, ἀπέστειλε τήν ἀκόλουθη ἐπιστολή πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ

᾿Αριθ. Πρωτ. 907    
᾿Εν Πειραιεῖ τῇ 25 Ἰουλίου 2014
Πρός
Τόν Μακαριώτατον
Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν
καί πάσης Ἑλλάδος
Κύριον κ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΝ
καί τήν Διαρκῆ Ἱεράν Σύνοδον
Ἰω. Γενναδίου 14
11521 ΑΘΗΝΑΙ


Μακαριώτατε Πρόεδρε,
                Σεβασμιώτατοι Συνοδικοί Σύνεδροι,

Ἡ πρόσφατη ἀπόφαση τῆς Γενικῆς «Συνόδου» τῆς Ἀγγλικανικῆς Κοινωνίας πού συνεκλήθη στήν Ὑόρκη τῆς Μ. Βρετανίας, μέ τήν ὁποία ψηφίστηκε ἡ χειροτονία γυναικῶν «Ἐπισκόπων» μετά ἀπό πρόταση πού προώθησε ὁ «Ἀρχιεπίσκοπος» τοῦ Καντέρμπουρυ Τζάστιν Οὐέλεμπι μέ ψήφους 152 ὑπέρ καί 45 κατά, δημιουργεῖ πλέον ἕνα ἀνυπέρβλητο ἐμπόδιο στόν διαχριστιανικό διάλογο τῆς Ἁγιωτάτης μας Ἐκκλησίας μέ τόν Ἀγγλικανισμό καί θέτει μέ ἐπιτακτικό τρόπο τήν ἀναγκαιότητα τῆς Πανορθοδόξου ἀντιδράσεως στήν τραγική αὐτή ἐκκοσμίκευση καί ἀλλοτρίωση τῆς Ἀγγλικανικῆς Κοινωνίας, ἡ ὁποία δυστυχῶς ἦταν ἀναμενόμενη μετά τήν παραίτηση τοῦ προερχομένου ἐκ τῆς ὑψηλῆς θεωρουμένης Ἀγγλικανικῆς Κοινωνίας «Ἀρχιεπισκόπου» Ρόουαν Οὐΐλλιαμς ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ ὁποίου τόν Νοέμβριο τοῦ 2012 ἡ ἰδία πρόταση εἶχε ἀπορριφθεῖ.

Εἶναι ἀπολύτως γνωστό στήν θεολογική Σας συγκρότηση καί τήν ποιμαντική Σας εὐθύνη ὅτι ὁ Χριστός τίμησε ἰδιαιτέρως τίς γυναῖκες, τό γυναικεῖο φύλο. Ὄχι μό­νο στό πρόσωπο τῆς μητρός Του, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τήν ὁποία ἐπέ­λεξε ἀπ’ ὅλους τους ἀνθρώπους γιά νά γεννηθῆ ἀπ’ αὐτήν. Ὄχι μόνο διότι ἀξίωσε τίς γυναῖκες πρῶτες νά μάθουν τήν Ἀνάσταση, γιατί πρῶτα σ’ αὐτές ἐμφανίσθηκε, ἀλλά καί διότι μέ τίς πράξεις καί τά ἔργα Του ἔδειξε ὅτι οἱ γυναῖκες ἔχουν μεγάλο ἠθικό καί πνευματικό μεγαλεῖο. Μερικές φορές, ξεπερνοῦν καί τούς ἄνδρες. Πολλές φορές, μέσα στά συναξάριά της ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει ἅγιες γυναῖκες, μάρτυρες, ὅσιες, ἀσκήτριες, οἱ ὁποῖες ξεπέρασαν σέ ἀφοσίωση στό Θεό τούς θεωρουμένους δυνατούς ἄν­δρες. Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀρκετές φορές, ἀναφερό­μενοι σέ εὔθραυστες, λεπτές καί εὐαίσθητες γυναικεῖες μορφές, ἀποροῦν πῶς αὐτές οἱ γυναῖκες μέ αὐτή τή γυναικεία φύση καί τήν εὐαισθησία, πού θά νόμιζε κανείς πώς στήν πρώτη δυσκολία θά κατέρρεαν, πῶς αὐτές οἱ γυναῖκες ἔδειξαν τέτοια ἀντοχή καί τέτοια ἀφοσίωση στά μαρτύρια, ἀλλά καί στή μοναχική ἄσκηση καί ἀποδείχθηκαν ἀνώτερες ἀπό τούς ἄνδρες.

Στήν εὐαγγελική περικοπή τῆς Κυριακῆς της Σαμαρείτιδος[1], διαβάζου­με γιά τήν ἀπορία τῶν μαθητῶν, πού «ἐθαύμασαν ὅτι μετά γυναικός ἐλάλει». Ἀπαγορευόταν ἀπό τόν Μωσαϊκό νόμο νά δίνουν οἱ ἄνδρες τιμή καί ἀξία στίς γυναῖκες, ἀκόμη καί νά τίς θεωροῦν ἰσάξιες νά συνομιλή­σουν μαζί τους. Ὑπάρχει μάλιστα στήν ἰουδαϊκή παράδοση, στή συλλογή τῶν πατέρων τῶν Ἑβραίων, στό βιβλίο «Λόγοι Πατέρων», ἕνα λόγιο, τό ὁ­ποῖο λέει ὅτι εἶναι καλύτερα οἱ λόγοι τοῦ νόμου νά καίγονται καί νά ἀφα­νίζονται, παρά νά τούς ἀκοῦν γυναῖκες. Καί ὑπάρχουν καί πολλά ἄλλα στοιχεῖα ὑποτιμήσεως τοῦ γυναικείου φύλου. Ὄχι μόνο στόν Ἰουδαϊ­σμό, ἀλλά καί στήν ἀρχαία ἑλληνική σκέψη. Ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανισμός, ὅ­μως, εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνο ἐξίσωσε ἄνδρες καί γυναῖκες – «οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ˙ πάντες γάρ ἡμεῖς εἰς ἐστέ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ»[2] - ἀλλά, ὅ­πως προηγουμένως εἴπαμε, πολλές φορές ἀνέβασε τίς γυναῖκες σέ πολύ ὑψηλά βάθρα ἁγιότητος.

Κι ἄς σημειώσουμε στό σημεῖο αὐτό ὅτι ἡ ἰσότητα ἀνδρῶν καί γυναι­κῶν δέν κρίνεται στό τί ἐπαγγέλματα ἀσκεῖ ὁ καθένας, ὅπως ἰσχυρίζεται τό ἀνόητο φεμινιστικό κίνημα, τό ὁποῖο δημιουργεῖ ἀναταραχή καί ἀναστατώνει τίς κοινωνίες. Διότι, ὅπως ἡ ἀνδρική φύση εἶναι φτιαγμένη ἀπό τόν Ἅγιο Τριαδικό Θεό νά μετέρχεται ὁρισμένα ἐπαγγέλματα καί ὁρισμένες ἐργασίες, λόγω τῆς φυσικῆς της κατασκευῆς, ἔτσι καί ἡ λεπτή καί εὐαίσθητη γυναικεία φύση εἶναι κατάλληλη καί φτιαγμένη ἀπό τόν Θεό νά ἀκολουθῆ καί νά μετέρχεται ὁρισμένα ἐπαγγέλματα καί ἰδίως τό μεγάλο λειτούργημα τῆς μητρότητας. Δέν ὑπάρχει ἱερότερος θεσμός καί ἱερότερο λειτούργημα ἀπό τό λειτούργημα τῆς μητρότητας. Ἡ ἰσότητα, λοιπόν, δέν ἔγκειται στό τί ἐπαγγέλματα μετέρχεται κανείς σ’ αὐτή ἐδῶ τή ζωή. Ἡ ἰσότητα ἔγκειται στό ἄν ἡ γυναίκα μπορεῖ πνευματικά νά ἐπι­τύχει τά ἴδια πράγματα, πού ἐπιτυγχάνουν οἱ ἄνδρες. Ἄν ὑπάρχει ἰσότητα στήν ἁγιότητα καί τήν ἀρετή. Ἄν μποροῦν οἱ γυναῖκες νά κατακτήσουν τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἄν μποροῦν νά κατανοήσουν τό κήρυγμα καί νά ἀφοσιωθοῦν στόν Θεό. Τί εἶναι αὐτή ἐδῶ ἡ ζωή μέ τίς ποικίλες διαφορο­ποιήσεις καί τίς ἀνισότητες; Μήπως καί ἀνάμεσα στούς ἄνδρες δέν ὑπάρχουν τοῦ κόσμου οἱ ἀνισότητες; Δέν ὑπάρχουν ἀνισότητες μεταξύ τῶν δύο φύλων, παρά μόνο φυσικές καί λειτουργικές διαφοροποιήσεις. Μποροῦν καί οἱ γυναῖκες ἐξ ἴσου νά κατακτήσουν τήν ἁγιότητα. Καί ἐδῶ εἶναι ὁ μεγάλος στίβος τῆς ἁγιότητας. Ὅποια γυναίκα θέλει νά ξεπεράση τούς ἄνδρες, ἀνοίγεται μπροστά της ὁ δρόμος τῆς ἁγιότητας καί τῆς ἀρε­τῆς. Ἀντίθετα, ὅμως, σήμερα, φωνές διαβολικές, φωνές τοῦ κακοῦ ἐξω­θοῦν τίς γυναῖκες σέ ἄλλου εἴδους ἐξίσωση πρός τούς ἄνδρες. Σέ ἐξίσωση μέ τή διαφθορά καί τήν ἁμαρτία πού ἔχουν εὐτελίσει τό γυναικεῖο φύλο.

Βεβαίως, ἡ Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία εἶναι σφόδρα κατηγορημα­τική καί κάθετα ἀντίθετη στήν χειροτονία-ἱερωσύνη τῶν γυναικῶν, καί αὐτό ἀποδεικνύεται ἀπό τήν πλούσια θεολογική ἐπιχειρηματολογία καί κατοχύρωση τῆς θέσεώς της, τήν ὁποία καί παραθέτουμε.

Ἡ εἴσοδος τῆς Θεοτόκου στά Ἅγια τῶν Ἁγίων εἶναι ὄντως ἕνα καινο­φανές καί μή ἐπαναλαμβανόμενο γεγονός στήν ἱστορία. Καινοφανές μέν, γιατί πρώτη φορά ἐπετράπη σέ γυναίκα νά εἰσέλθη στά Ἅγια τῶν Ἁγίων, μή ἐπαναλαμβανόμενο δε, διότι δέν ἐπετράπη ἔκτοτε νά εἰσέρχεται γυ­ναίκα στό Ἅγιο Βῆμα, τό Ἱερό. Ἡ ἀπαγόρευση αὐτή μάλιστα ἔχει πάρει ἄκαμπτο συνοδικό χαρακτήρα μέ ἱεροκανονική ἐπικύρωση.

Στήν ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου στόν οἶκο, πού ἀρχίζει μέ τό γράμμα «Μ», ὁ ἱερός ὑμνογράφος ἀναφέρει : «Μή τολ­μήση γυνή τις, εἰσελθεῖν ἐν Ἁγίῳ Βήματι, ὅπου μόνη εἰσῆλθε, ἡ Ἁγία ἐν ταῖς γυναιξίν, εἰς τά τῶν Ἁγίων Ἅγια, οὗ μόνος ὁ Ἀρχιερεύς εἰσήρχετο, τοῦ ἐνιαυτοῦ ἅπαξ». Ἐπίσης, στόν οἶκο μέ τό γράμμα «Ψ», λέει: «Χαῖρε, μόνη ἡ ἀξία ἐν τῷ Βήματι εἰσελθεῖν˙ χαῖρε, σοί γάρ μόνῃ ἔξεστιν ἐν τῷ Ἱερῷ οἰκεῖν»[3].

Ὁ 69ος Ἱερός Κανόνας τῆς ΣΤ΄ Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁρίζει: «Μή ἐξέστω τινί τῶν ἁπάντων ἐν λαϊκοῖς τελοῦντι, ἔνδον του ἱεροῦ εἰσιέναι θυσιαστηρίου». Τό ἅγιον Βῆμα εἶναι ἀφιερωμένο στούς ἱερωμένους. Γι’ αὐ­τό ὁ παρών Κανόνας ἐμποδίζει τήν εἴσοδο σ’αὐτό τῶν λαϊκῶν. Καί ση­μειώνει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: «Γι’ αὐτό ἄς παρακινηθοῦν οἱ ἱε­ρεῖς καί πνευματικοί νά ἀποκόψουν τήν παράνομη συνήθεια, πού ἐπικρατεῖ σέ πολλούς τόπους, τό νά εἰσέρχονται λαϊκοί μέσα στό ἅγιο βῆμα, ἡ ὁποία (συνήθεια), μή διακρίνοντας ἱερεῖς ἀπό λαϊκούς, κάνει νά πίπτουν οἱ λαϊκοί στήν ποινή τοῦ βασιλέως Ἄχαζ, ὁ ὁποῖος, λαϊκός ὄντας, τόλμησε νά ἐπιχειρήση τά ἔργα τῶν ἱερωμένων. Κατά κάποιον τρόπο κι αὐτοί, εἰσερ­χόμενοι στόν διορισμένο τόπο τῶν ἱερέων, οἰκειοποιοῦνται τά τῶν ἱερέων»[4].

Ἡ ἱερωσύνη, ὅμως, ὅπως εἶναι γνωστό, πηγάζει ἀπό τόν Ἴδιο τόν Ἰη­σοῦ Χριστό, δηλαδή τό ἀρχιερατικό Του ἀξίωμα, γι’αὐτό καί ὁ Ἴδιος ἀπο­καλεῖται ὁ Μέγας Ἀρχιερεύς. Ἡ ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ προτυπώθηκε στήν Παλαιά Διαθήκη, τόσο ἀπό τήν ἱερατική φυλή τοῦ Λευί, ὅσο καί ἀπό τόν Μελχισεδέκ, γιά τόν ὁποῖο κάνει λόγο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή. Ὁ Ἀρχιερεύς Χριστός παρέδωσε τήν ἱερωσύνη, χειρο­το­νώντας τούς ἁγίους Ἀποστόλους καί αὐτοί μέ τή σειρά τους «ἐπέθηκαν τάς χεῖρας των ἐπί»[5] ἄλλους ἄνδρες ἀξίους τῆς ἱερωσύνης καί ὄχι γυναῖ­κες, ὅπως ἐσφαλμένα συμβαίνει μέ τά ἀπεξηραμμένα φύλλα τῆς αἱρετι­κῆς παρασυναγωγῆς τοῦ Προτεσταντισμοῦ καί δή τῶν Ἀγγλικανῶν, τῶν Λουθηρανῶν καί τῶν Μεταρρυθμισμένων, οἱ ὁποῖοι, ἐπηρεασμένοι ἀπό τό ἀνόητο φεμινιστικό κίνημα, ἐπιτρέπουν τήν συμμετοχή γυναικῶν στό Μυ­στήριο τῆς ἱερωσύνης, τήν ὁποία δυστυχῶς υἱοθετοῦν ἀκόμη και ὀρθόδο­ξοι ἀκαδημαϊκοί οἰκουμενιστές «θεολόγοι». Αὐτή ἡ ἀκατάπαυστη διαδοχή τῆς ἱερωσύνης συνεχίσθηκε ἀνά τούς αἰῶνες καί φθάνει μέχρι καί τίς ἡμέ­ρες μας, καί ἕως συντελείας αἰώνων. Γι’ αὐτό καί στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλη­σία ὁμιλοῦμε περί ἀποστολικῆς διαδοχῆς.

Ὁ ὁμότιμος καθηγητής τῆς Χριστιανικῆς Ἠθικῆς στή Θεολογική Σχο­λή τοῦ ΑΠΘ κ. Γεώργιος Μαντζαρίδης σημειώνει τά ἑξῆς σχετικά μέ τό θέμα: «Τό ἐνδιαφέρον τοῦ θέματος ἀπό τήν πλευρά τῆς Χριστιανικῆς ἠ­θικῆς συνίσταται κυρίως στήν ἄποψη ὅτι ἡ ἄρνηση τῆς χειροτονίας τῶν γυναικῶν συνδέεται μέ κάποια γενικότερη ὑποτίμησή τους στήν Ἐκκλησία. Ἡ ἄποψη, ὅμως, αὐτή παραθεωρεῖ καί βασικά στοιχεῖα, πού ἔχουν σχέση μέ τή λει­τουργική ὑπεροχή τῆς γυναίκας στή ζωή καί τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Καί πρίν ἀπ’ ὅλα παραμερίζει τήν πρόταξη τῆς γυναίκας στή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί τή συντριβή τοῦ διαβόλου. Ἡ ἔχθρα ἀνάμεσα στόν ἄνθρωπο καί τόν διάβολο εἶναι κυρίως ἔχθρα ἀνάμεσα στή γυναίκα καί τό διάβολο. Εἶ­ναι μάλιστα χαρακτηριστικό ὅτι γίνεται λόγος καί γιά “σπέρμα” τῆς Εὔας, πού θά συντρίψει τό διάβολο[6]. Ἡ Εὔα ἔλαβε τό πρωτευαγγέλιο τῆς σωτηρίας καί ἡ Παναγία δέχθηκε τόν Εὐαγγελισμό τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως.

Ἡ γυναίκα, λοιπόν, πού πρωτοστάτησε στήν πτώση, πρωτοστατεῖ καί στήν ἀνόρθωση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνδρας συμπαρασύρεται στήν πτώση καί συμπορεύεται στήν ἀνόρθωση. Ὁ πρῶτος ρόλος δέν βρίσκεται σ’αὐτόν, ἀλλά στή γυναίκα. Καί στίς δύο περιπτώσεις ἡ γυναίκα πρωτοστατεῖ καί ὁ ἄνδρας ἀκολουθεῖ. Εἰδικότερα, ἡ Παναγία γίνεται συναίτιος τῆς θείας ἐνανθρω­πή­σεως, μαζί μέ τόν ἴδιο τόν Θεό. Δανείζει στόν Θεό τήν ἀνθρώπινη φύση, πού γίνεται ἡ ἀπαρχή τῆς καινῆς κτίσεως. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἡ Παναγία εἶναι «μετά τόν πρῶτον ἱεράρχην Χριστόν, ἕτερος Ἱεράρχης”[7]. Ὁ ἀποκλεισμός, ὅ­μως, τῆς γυναίκας ἀπό τήν μυστηριακή ἱερωσύνη ἔχει πραγματικό καί συμ­βολικό νόημα. Ἡ γυναίκα συνεργεῖ στό μυστήριο τῆς σωτηρίας, ἐνῶ ὁ ἄνδρας διακονεῖ. Οἱ ἱέρειες ἦταν εὐρύτατα γνωστές στόν προχριστιανικό κόσμο ἐκτός τοῦ Ἰσραήλ. Εἰδικότερα, ὑπῆρχαν στίς θρησκεῖες τῶν Ἑλλήνων καί τῶν Ρωμαίων, μέ τίς ὁποῖες ἦρθε σέ ἄμεση σχέση ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά καί ὁ Ἰσραήλ. Γι’ αὐτό ἀπό κοινωνική ἄποψη φαίνεται παράδοξη ἡ ἀπουσία ἱερειῶν στόν ἰουδαιοχριστιανικό κόσμο, ὅπου μάλιστα ἡ θέση τῆς γυναίκας ἦταν ὑψηλότερη. Ἐπιπλέον, σέ ὁλόκληρη τή χριστιανική γραμματεία, ὅπου πα­ρουσιάζονται πλεῖστα ἐκκλησιαστικά ζητήματα, οὐδέποτε ἀνέκυψε ζήτημα ἱερειῶν. Μόνο ἡ γνωστικίζουσα αἵρεση τοῦ Μοντανισμοῦ δεχόταν γυναῖκες στόν ἐπισκοπικό καί τόν πρεσβυτερικό βαθμό, πρᾶγμα πού χαρακτήρισε ὁ ἅ­γιος Ἐπιφάνιος Κύπρου ὡς “εἰδωλοποιόν ἐπιτήδευμα” καί “ἐγχείρημα διαβο­λικόν”»[8].

Οἱ χαρακτηρισμοί τοῦ ἁγίου Ἐπιφανίου δέν πρέπει νά θεωρηθοῦν τυ­χαῖοι, ἀλλά δηλωτικοί της στάσεως τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στήν μυστηρια­κή ἱερωσύνη τῶν γυναικῶν. Οἱ ἐπίσκοποι καί οἱ πρεσβύτεροι εἶχαν ἐξαρχῆς ὄχι μόνο λειτουργική, ἀλλά καί συμβολική θέση στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτοί ὑπάρχουν “εἰς τύπον τοῦ Πατρός“ ἤ “εἰς τύπον Θεοῦ“[9]. Ἐνῶ στό “βα­σίλειον ἱεράτευμα“[10] προσέρχονται ἀδιακρίτως ἄνδρες καί γυναῖκες, στήν μυστηριακή ἱερωσύνη προσλαμβάνονται μόνο ἄνδρες. Ἡ παρουσία ἱερειῶν θά ὑποδήλωνε τήν ὕπαρξη γυναικείων θεοτήτων, ὅπως συνέβαινε στίς προχριστιανικές θρησκεῖες. Ἡ ἄρνηση δηλ. τῆς εἰδωλο­λατρίας, πού συνεπά­γεται καί τήν ἄρνηση θεοτήτων τῶν δύο φύλων, συμβαδίζει μέ τήν ἀπουσία ἱερειῶν. Ἡ Ἐκκλησία εἶχε μόνο διακόνισσες, πού ἐξυπηρετοῦσαν πρακτικές λειτουργικές ἀνάγκες, καί ὄχι ἱέρειες μέ μυστηριακή ἱερωσύνη συμβολικοῦ χαρακτήρα, πού χαρακτηρίζεται ὡς “εἰδωλοποιόν ἐπιτήδευμα“ ἤ “ἐγχείρη­μα διαβολικόν“, δηλ. εἰδωλολατρία. Καί δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ Μοντανισμός ἐκτός ἀπό τήν ἱερωσύνη τῶν γυναικῶν διατήρησε κί ἄλλα εἰδωλολατρικά στοιχεῖα, ἐνῶ ὁ εἰσηγητής του Μοντανός ἦταν ἀρχικά ἱερέας τῆς θεᾶς Κυβέλης. Ἀλλά καί σήμερα ἡ προώθηση γυναικών στήν ἱερωσύνη δέν εἶναι ἄσχετη μέ τή διάδοση νεογνωστικῶν καί νεοπαγανιστικῶν ἀντιλήψεων, πού χαρακτηρίζουν τό γενικότερο πνεῦμα τῆς ἐποχή μας»[11].

Ὑπάρχουν καί ἄλλα πάμπολλα ἐπιχειρήματα ἐναντίον τῆς χειροτο­νίας τῶν γυναικῶν, τά ὁποῖα παραθέτουμε στή συνέχεια, ὅπως τά κατα­γράφει ὁ κ. Χρῆστος Λιβανός[12]. Ἐπίσης, καί τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο διοργάνωσε διορθόδοξο θεολογικό Συνέδριο στή Ρόδο τό φθινόπωρο τοῦ 1998 μέ θέμα «Τό ἀδύνατον τῆς εἰδικῆς ἱερωσύνης τῶν γυναικῶν».

α) Ἡ ρίζα τῆς ἀληθείας, ὅτι μόνο ἄρρενες πρέπει νά λαμβάνουν ἱερω­σύνη, βρίσκεται στήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη «πᾶν ἄρσεν διανοῖγον μήτραν, ἅγιον τῷ Κυρίῳ κληθήσεται»[13].

β) Ἡ ἱερωσύνη, κατά τήν Παλαιά Διαθήκη, δινόταν μόνο σέ ἄνδρες.

γ) Ὁ Χριστός δέν ἐπέλεξε καμμία γυναίκα ὡς Ἀπόστολό Του. Καί οἱ δώδεκα Ἀπόστολοί Του ἦταν ἄνδρες.

δ) Ὁ προδότης Ἰούδας δέν ἀντικαταστάθηκε ἀπό γυναίκα, ἀλλά ἀπό ἄνδρα, τόν Ἀπόστολο Ματθία[14].

ε) Στόν Μυστικό Δεῖπνο ὁ Χριστός κάλεσε μόνο τούς Δώδεκα καί σ’αὐτούς παρέδωσε τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας.

στ) Τήν ἐντολή νά βαπτίσουν «πάντα τά ἔθνη» ἔδωσε ὁ Χριστός μόνο στούς Ἀποστόλους καί ὄχι στόν εὐρύτερο κύκλο τῶν μαθητῶν Του, πού ἀποτελοῦσαν καί γυναῖκες[15].

ζ) Τήν ἐξουσία τοῦ «δεσμεῖν καί λύειν ἁμαρτίας» ἔδωσε ὁ Χριστός μόνο στούς Ἀποστόλους Του καί ὄχι σέ γυναῖκες[16].

η) Ἡ Παναγία, ἄν καί προερχομένη, κατά τόν ἅγιο Γερμανό Κωνσταν­τινουπόλεως, «ἐκ γένους ἱερατικοῦ, φυλῆς Ἀαρωνείτιδος, ρίζης προφητικῆς καί βασιλικῆς»[17], δέν ἔλαβε τήν ἱερωσύνη. Ὁ ἴδιος ὁ Υἱός της δέν τήν συμ­περιέλαβε μεταξύ τῶν Ἀποστόλων.

θ) Οἱ Ἀπόστολοι οὐδέποτε χειροτόνησαν γυναῖκες.

ι) Ἡ Παύλειος διδασκαλία εἶναι ἀληθινός καταπέλτης ἐναντίον τῆς ἱερωσύνης τῶν γυναικῶν. «Αἱ γυναῖκες ὑμῶν ἐν ταῖς ἐκκλησίαις σιγάτω­σαν», παραγγέλλει στούς Κορινθίους[18], «γυναικί δέ διδάσκειν οὐκ ἐπιτρέ­πω», γράφει πρός τόν Ἀπόστολο Τιμόθεο[19]. Πῶς, λοιπόν, θά χειροτονηθοῦν γυναῖκες, ἐφ’ὅσον ὁ ἴδιος ὁ Κύριος[20] ἀπαγορεύει σ’ αὐτές τό «διδάσκειν», τό ὁποῖο εἶναι ἀναπόσπαστο μέρος τῆς θείας Λατρείας καί ἀπό τά βασι­κότερα καθήκοντα τοῦ πρεσβυτέρου καί τοῦ ἐπισκόπου;

ια) Ὁ πρεσβύτερος πρέπει νά εἶναι «μιᾶς γυναικός ἀνήρ»[21], συμβουλεύει ὁ Ἀπόστολος, χωρίς ὅμως νά προσθέσει καί τό ἀντίστροφο, «ἑνός ἀνδρός γυνή».

ιβ) Ὁ ἐπίσκοπος ἵσταται «εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ». Ὁ Χριστός εἶ­ναι ἄνδρας. Μπορεῖ γυναίκα νά σταθῆ εἰς τύπον καί τόπον τοῦ ἀνδρός Χριστοῦ;

ιγ) Ὁ ἱερεύς εἶναι «alter Christus», ἄλλος Χριστός. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Νυμφίος, ἡ δέ Ἐκκλησία ἡ Νύμφη. Μπορεῖ γυναίκα νά θεωρηθεῖ Νυμφίος; Θά τολμήσουμε νά συμβολίσουμε τήν ὑπερφυά σχέση Χριστοῦ-Ἐκκλησίας μέ τή διεστραμμένη σχέση ὁμοφυλοφίλου ζεύγους; Αὐτό ἀκριβῶς πράτ­τουν ὅσοι ἑτερόδοξοι παρέχουν τήν ἱερωσύνη στίς γυναῖκες.

ιδ) Ἡ Ἱερά Παράδοση, τήν ὁποία δέν παραδέχονται οἱ Προτεστάντες, μαρτυρεῖ κατά τῆς χειροτονίας τῶν γυναικῶν, ἀφοῦ ἐπί 2013 ἔτη τώρα ὅλοι οἱ φορεῖς τῆς ἱερωσύνης ἦταν καί εἶναι ἄνδρες.

ιε) Πλῆθος ἁγίων γυναικῶν κοσμεῖ τό νοητό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας μας. Μεταξύ αὐτῶν οἱ Μυροφόρες, οἱ ἰσαπόστολοι Φωτεινή καί Ἑλένη, καθώς καί ἅγιες μητέρες μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Καμμία ἀπ’ αὐτές δέν ὑπῆρξε ἱερουργός τῶν θείων Μυστηρίων. Καμμία ἀπό τίς ἀρ­χαῖες διακόνισσες ἤ τίς ἀνά τούς αἰῶνες μοναχές δέν ἀπαίτησε νά λάβη τό ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης.

ις) Οἱ Ἀποστολικές Διαταγές εἶναι σαφεῖς καί κατηγορηματικές: «Οὐκ ἐπιτρέπομεν οὖν γυναῖκας διδάσκειν ἐν ἐκκλησίᾳ, ἀλλά μόνον προσεύ­χεσθαι καί τῶν διδασκάλων ἐπακούειν. Καί γάρ καί αὐτός ὁ διδάσκαλος ἡ­μῶν Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ἡμᾶς τούς δώδεκα πέμψας μαθητεῦσαι τόν λαόν καί τά ἔθνη, γυναῖκας οὐδαμοῦ ἑξαπέστειλεν εἰς τό κήρυγμα… Εἰ δέ ἐν τοῖς προλαβοῦσι διδάσκειν αὐταῖς οὐκ ἐπιτρέπομεν, πῶς ἱερατεῦσαι ταύτας πα­ρά φύσιν τις συγχωρήσει; Τοῦτο γάρ τῆς τῶν Ἑλλήνων ἀθεότητος τό ἀγνόημα θηλείαις θεαῖς ἱερείας χειροτονεῖν, ἀλλ’ οὐ τῆς τοῦ Χριστοῦ διατά­ξεως»[22].

ιζ) Ὁ Τερτυλλιανός γράφει: «Δέν ἐπιτρέπεται στή γυναίκα νά ὁμιλῆ στήν ἐκκλησία οὔτε νά διδάσκη οὔτε νά χρίη οὔτε νά κάνη τήν προσκομιδή οὔτε νά διεκδικῆ γιά τόν ἑαυτό της ὁποιοδήποτε ἀξίωμα, πού ἔχουν οἱ ἄν­δρες, ἤ κάποιο ἱερατικό λειτούργημα»[23].

ιη) Ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου ρωτᾶ: «τίνι οὐ σαφές ἐστιν ὅτι τῶν δαι­μόνων ἐστί τό δίδαγμα καί σχῆμα καί ἠλλιοωμένον τό ἐπιχείρημα»; Καί προσθέτει: «Θεῶ γάρ ἀπ’ αἰῶνος οὐδαμῶς γυνή ἱεράτευσεν»[24].

ιθ) Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος συμβουλεύει «οἱ γυναῖκες νά ἀπο­μακρύνονται ἀπό μία τέτοια ὑπηρεσία, ὅπως καί τό πλεῖστον τῶν ἀνθρώ­πων», προσθέτοντας ὅτι «ὁ θεῖος νόμος ἀπομακρύνει τίς γυναῖκες ἀπό τό ἱε­ρατικό λειτούργημα, ἀλλ’ αὐτές ἐπιζητοῦν νά τό κατακτήσουν δυναμι­κά»[25].

Ἑπομένως ἡ περαιτέρω ἐκτροπή τοῦ Ἀγγλικανισμοῦ πού μέ τόν πλέον ἐπίσημο καί ἀπόλυτο τρόπο ἐπιβεβαιώνεται μέ τήν τραγική αὐτή ἀπόφαση τῆς Ὑόρκης, καθιστᾶ ἀλυσιτελῆ καί ἐντελῶς ἀνεδαφικό τόν συνεχιζόμενο θεολογικό διάλογο καί κατά ταῦτα πανορθοδόξως θά πρέπει νά στιγματιστῆ ἡ ληφθεῖσα ἀπόφαση καί νά διακοπῆ πλέον ὁ διεξαγόμενος αὐτός διάλογος «κωφῶν» πού τραυματίστηκε θανασίμως καί πού τυχόν συνεχιζόμενος θά ἀποτελεῖ ἄλλοθι γιά τήν δῆθεν ἐκκλησιαστικότητα τοῦ ἐκπεσόντος Ἀγγλικανισμοῦ.

Ὅθεν παρακαλοῦμε ὅπως διά τοῦ ἐκπροσώπου τῆς Ἁγιωτάτης μας Ἐκκλησίας τεθῆ τό ζήτημα στά Ὀρθόδοξα μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς Διαλόγου μετά τῆς Ἀγγλικανικῆς Κοινωνίας καί ἰδίᾳ στόν Πανιερώτατο Μητροπολί-τη Διοκλείας κ.κ. Καλλίστο, ἐκπρόσωπο τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στό διεξαγόμενο διάλογο.

Παρέλκει νά ἐπισημειώσωμε ὅτι ἡ τοπική Ἐπισκοπελιανή «Ἐκκλησία»
τῆς Ἀμερικῆς πού ἀνήκει στήν Ἀγγλικανική Κοινωνία ἔχει ἤδη θεσμοθετήσει τόν ὁμοφυλοφιλικό «γάμο» καί χειροτονεῖ κατεγνωσμένους ὁμοφυλοφίλους στόν «Ἐπισκοπικό» βαθμό ἀνατρέπουσα κατά τόν πλέον τραγικό τρόπο τήν ἀνθρώπινη ὀντολογία καί ἀνθρωπολογία καί διαστρέφουσα πλήρως τό Εὐαγγελικό κήρυγμα γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.

Ταπεινῶς φρονοῦμε ὅτι ἡ σιωπή μας ἐνώπιον αὐτῶν τῶν ἀπαραδέκτων καί ἀντιχριστιανικῶν ἐγκληματικῶν συμπεριφορῶν μᾶς καθιστᾶ ὑπολόγους ἐνώπιον τοῦ Παναγίου Θεοῦ καί γιά τόν λόγο αὐτό πρέπει ὁπωσδήποτε νά ἀντιδράσουμε καί ἴσως προβληματίσουμε τό τμῆμα αὐτό τῶν χριστιανῶν τοῦ πάλαι ποτέ περιπύστου καί πρεσβυγενοῦς Πατριαρχείου τῆς Δύσεως.



Ο  ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ



[1]. Ἰω. 4, 5-42.
[2]. Γαλ. 3, 28.
[3]. Ὑμνολόγιον τό χαρμόσυνον, ἤγουν χαιρετιστήριοι οἶκοι εἰς ἁγίους καί ἑορτάς τῆς Ἐκκλησίας, ἔκδ. Ἱ. Μ. Σταυροβουνίου, Κύπρος 1995, σσ. 270, 275.
[4]. Αγιοσ Νικοδημοσ Αγιορειτησ, Πηδάλιον, σσ. 280-281.
[5]. Πράξ. 6, 6.
[6]. Γέν. 3, 15.
[7]. Θεοφανησ Νικαιασ, Λόγος εἰς τήν περαγίαν Θεοτόκον 11, εκδ. M. Jugie, Theopha­nes Nicaenus (+ 1381), Sermo in Sanctissimam Deiparam, Lateranum Romae 1935, σ. 64.
[8]. Αγιοσ Επιφανιοσ Κυπρου, Πανάριον 49, PG 42, 745BC.
[9]. Ιγνατιοσ Αντιοχειασ, Πρός Μαγνησιείς 4, Πρός Τραλλιανούς 3.
[10]. Α΄ Πέτρ. 2, 9.
[11]. Γεωργιοσ Μαντζαριδησ, Χριστιανική Ἠθική ΙΙ, ἐκδ. Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη, σσ. 384-387.
[12]. Χρηστοσ Λιβανοσ, «Ἐμπόδια στόν διάλογο μέ τόν Προτεσταντισμό», ἐν Οἰκουμε­νισμός˙ Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις. Πρακτικά διορθοδόξου ἐπιστημονικοῦ συνεδρίου. Αἴθουσα τελετῶν Α.Π.Θ. 20-24 Σεπτεμβρίου 2004, τ. Β΄, ἐκδ. Θεοδρομία, Θεσσαλονίκη 2008, σσ. 627-632.
[13]. Λκ. 2, 23.
[14]. Πράξ. 1, 21-26.
[15]. Μτθ. 28, 16-20.
[16]. Ἰω. 20, 23.
[17]. Γερμανοσ Κωνσταντινουπολεωσ, Εἰς τήν Εἴσοδον τῆς Θεοτόκου Β΄, PG 98, 313A.
[18]. Α΄ Κορ. 14, 34.
[19]. Α΄ Τιμ. 2, 12.
[20]. Α΄ Κορ. 14, 35.
[21]. Τίτ. 1, 6.
[22]. ποστολικαί Διαταγαί ΙΙΙ, 6, 1-2 καί 9, 1-4.
[23]. Τερτυλλιανος, De Virginibus, IX, 1, C.C. ii, 1218-19.
[24]. Αγιοσ Επιφανιοσ Κυπρου, Κατά αἱρέσεων 49, 2-3, PG 41, 881.
[25]. Αγιοσ Ιωαννησ Χρυσοστομοσ, Περί Ἱερωσύνης ΙΙ, 1, 2.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Μπορείτε να δείτε τις προηγούμενες δημοσιεύσεις του ιστολογίου μας πατώντας το Παλαιότερες αναρτήσεις (δείτε δεξιά)