24/5/15

Αρχιμ. Παύλος Δημητρακόπουλος, Ερμηνευτικά σχόλια στις Πράξεις των Αποστόλων (15)

Εν Πειραιεί τη 24η Μαΐου 2015
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
Ερμηνευτική ανάλυση της αποστολικής περικοπής της Κυριακής των Αγίων Πατέρων
Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου
Πρ. Ιερού Ναού Τιμίου Σταυρού Πειραιώς
(15ον)
Συνεχίζοντες τον ερμηνευτικό σχολιασμό της αποστολικής περικοπής της Κυριακής των Αγίων Πατέρων και σαν συνέχεια των όσων εσημειώσαμε στην προηγούμενη δημοσίευση, προχωρούμε στην ερμηνεία των επομένων στίχων της περικοπής.

30 «Και εξ υμών αυτών αναστήσονται άνδρες λαλούντες διεστραμμένα του αποσπάν τους μαθητάς οπίσω αυτών». Το ακόμη πιο φοβερό που βάζει σε μεγάλη αγωνία τους ακροατές του, είναι αυτό που λέει ο Παύλος στη συνέχεια. Ότι δηλαδή από σας τους ιδίους θα ξεπροβάλλουν ορισμένοι, οι οποίοι θα καταντήσουν τελικά αιρετικοί. Δεν θα είναι δηλαδή μόνο οι αιρετικοί, που θα εισβάλλουν απ’ έξω στη μάνδρα της Εκκλησίας. Θα είναι και εκείνοι που θα εμφανιστούν από μέσα. Επικίνδυνοι αιρετικοί οι πρώτοι, αλλά πολύ πιο επικίνδυνοι οι δεύτεροι. Και τι θα κάνουν αυτοί οι δεύτεροι; Δύο κακά. Το ένα: θα λαλούν «διεστραμμένα» και το δεύτερο «του αποσπάν τους μαθητάς οπίσω αυτών». Θα διαστρεβλώνουν, θα νοθεύουν, θα παραποιούν την διδασκαλία του ευαγγελίου. Θα παριστάνουν τον ιεροκήρυκα, ή τον ποιμένα, αλλά το κήρυγμα τους θα είναι διαστροφή της αληθείας. Και γιατί θα κάνουν αυτή την διαστροφή; Με ποιό απώτερο σκοπό; Για να προσελκύσουν, να αποσπάσουν μαθητές και να αποκτήσουν οπαδούς. Για να δημιουργήσουν δική τους Εκκλησία. Πράγματι τα προφητικά αυτά λόγια του αποστόλου βρήκαν την πλήρη πραγματοποίησή τους. Διότι αν προσέξουμε στις δύο επιστολές που έγραψε ο Παύλος προς τον Τιμόθεο, θα δούμε ότι εκεί γίνεται λόγος για αιρεσιάρχες, που λυμαίνονταν τότε τις εκκλησίες της Μικράς Ασίας. Αναφέρει μάλιστα και τα ονόματά τους. Ήταν ο Υμέναιος, ο Ερμογένης, ο Φύγελλος, ο Φιλητός, ο Αλέξανδρος ο χαλκέας και ο Διοτρεφής. Όλοι αυτοί ήταν επίσκοποι και είχαν ακούσει την ομιλία του Παύλου στη Μίλητο. 
31 «Διό γρηγορείτε, μνημονεύοντες ότι τριετίαν νύκτα και ημέραν ουκ επαυσάμην μετά δακρύων νουθετών ένα έκαστον». Σε τέτοιες καταστάσεις, στις οποίες ο κίνδυνος είναι μεγάλος και άμεσος, το πρώτο που έχουν να κάνουν, είναι να γρηγορούν, όπως ακριβώς οι ποιμένες φυλάγουν άγρυπνοι τη νύχτα τα ποίμνιά τους. Να παρακολουθούν με άγρυπνη προσοχή τα λογικά τους πρόβατα, για να τα προφυλάξουν από τον κίνδυνο των αιρετικών και από κάθε άλλο πνευματικό κίνδυνο. Όταν το καράβι βρίσκεται σε μεγάλη τρικυμία και κινδυνεύει να βυθισθεί, τότε όλοι αγρυπνούν, όλοι  επιστρατεύονται επί το έργον, και ο καπετάνιος και οι ναύτες και όλο το πλήρωμα. Όταν μια στρατιωτική μονάδα βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της μάχης, όλοι βρίσκονται με την ενδυμασία και τον οπλισμό τους σε θέση μάχης. Την ανάγκη της εγρηγόρσεως σε πολλές περιπτώσεις ετόνιζε ο Κύριος στους μαθητές του: «γρηγορείτε κα προσεύχεσθε, ίνα μ εισέλθητε εις πειρασμόν» (Ματθ.26,41). Το ίδιο τώρα κάνει και ο Παύλος, οποίος προσπαθεί να τους διεγείρει σε συνεχή επαγρύπνιση, προβάλλοντας μάλιστα τον εαυτό του ως παράδειγμα προς μίμηση, διότι οι πρεσβύτεροι της Εφέσου εγνώριζαν καλά, πόσο άγρυπνος και νηφάλιος ποιμένας υπήρξε ο Παύλος. Τους υπενθυμίζει την άγρυπνη ποιμαντική του φροντίδα και πιο συγκεκριμένα το γεγονός, ότι επί τρία ολόκληρα χρόνια, νύχτα και ημέρα δεν έπαυσε με δάκρυα να νουθετεί τον καθένα χωριστά. Τα δάκρυα δείχνουν την αγωνία, αλλά και την εγρήγορση, διότι όταν ένας κλαίει δεν νυστάζει. Ο ιερός Χρυσόστομος σχολιάζοντας την άριστη ποιμαντική φροντίδα του Παύλου παρατηρεί: «Όρα πόσαι υπερβολαί. Μετά δακρύων και νύκτα και ημέραν και ένα έκαστον».  
32 «Και τα νυν παρατίθεμαι υμάς, αδελφοί, τω Θεώ και τω λόγω της χάριτος αυτού τω δυναμένω εποικοδομήσαι και δούναι υμίν κληρονομίαν εν τοις ηγιασμένοις πάσιν». Και τώρα, καθώς ο Παύλος πλησιάζει να κλείσει την ομιλία του, τους παραθέτει στον Θεό. Σαν να τους λέγει: Ό,τι είχα να πώ, το είπα, ό,τι είχα να κάνω το έκανα. Από δω και μπρός τον λόγο έχει ο Θεός. Όπως κάποιος φεύγει και αναθέτει σε κάποιο πιστό φίλο του τις υποθέσεις του, έτσι τώρα και ο Παύλος φεύγει και αναθέτει στον παντοδύναμο Θεό τα πνευματικά του τέκνα, τους ποιμένες και το ποίμνιο της Εφέσου, προκειμένου Εκείνος να τους προφυλάξει από κάθε κίνδυνο. Ο Θεός όμως έχει την δύναμη όχι μόνον να προφυλάξει, αλλά και να «εποικοδομήση», δηλαδή να συνεχίσει την πνευματική τους οικοδομή και τελειοποίηση, ώστε να τους αξιώσει τελικά την «κληρονομίαν εν τοις ηγιασμένοις πάσιν», δηλαδή την βασιλεία των ουρανών, τον παράδεισο. Ωστόσο δεν τους αναθέτει μόνον στον Θεό. Τους  αναθέτει επίσης «και τω λόγω της χάριτος αυτού». Ο «λόγος της χάριτος», είναι ο λόγος του ευαγγελίου, που επειδή είναι φορτισμένος με την ενέργεια της θείας Χάριτος, έχει την  δύναμη να μεταμορφώνει και να αγιάζει τις ψυχές των πιστών. Μέσα στο λόγο του ευαγγελίου είναι παρών ο ίδιος ο Θεός, μέσα στις εντολές του κρύβεται η Χάρις του. Δεν αρκείται λοιπόν ο Παύλος να τους παραθέσει μόνο στον Θεό, έτσι ώστε να τους αφήσει να σκέπτονται και να φαντάζονται τον Θεό, όπως τον θέλουν. Όχι. Ο Θεός είναι συγκεκριμένος και αποκαλύπτεται μέσα στο ευαγγέλιό του. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με το ευαγγέλιο, που τους εδίδαξε και παρέδωσε. 
33 «Αργυρίου η χρυσίου η ιματισμού ουδενός επεθύμησα»· Ο Παύλος αφού τους μίλησε προηγουμένως γύρω από την διδασκαλία του και την αυταπάρνησή του και αφού επεσήμανε τον φοβερό κίνδυνο των αιρέσεων, άφησε για το τέλος της ομιλίας του έναν ακόμη φοβερό κίνδυνο, που διέτρεχαν, τον κίνδυνο της φιλαργυρίας. Εγνώριζε ο απόστολος, ότι είναι αδύνατον ένας ποιμένας να αγαπήσει αληθινά τον Χριστό, αν αγαπά το χρήμα. Όπως είναι επίσης αδύνατον να είναι κάποιος αληθινός ποιμένας, αν δεν αγαπά τον Χριστό σύμφωνα με τον λόγο του Κυρίου προς τον Πέτρο «Σίμων Ιωνά, αγαπάς με πλείον τούτων; λέγει αυτώ· ναί, Κύριε, σ οίδας ότι φιλώ σε. λέγει αυτώ· βόσκε τ αρνία μου» (Ιω.21,15), όπου θέτει ως απαραίτητη προϋπόθεση της διαποιμάνσεως των προβάτων του την αγάπη προς το πρόσωπό του. Και στο θέμα αυτό ο Παύλος προβάλλει πάλι τον εαυτό του ως παράδειγμα προς μίμηση. Ουδέποτε στη ζωή του επεθύμησε αργύριο, η χρυσίο, η ιματισμό. Ο θησαυρός του και το κέντρον της αγάπης του ήταν ο Χριστός. Η αρχή του ήταν πάντοτε «έχοντες διατροφάς και σκεπάσματα τούτοις αρκεσθησόμεθα» (Α΄ Τιμ.6,6-8). Έζησε πάμπτωχος στη ζωή αυτή «μη έχων που την κεφαλή κλίναι», μιμούμενος τον Δεσπότη Χριστόν. Αναφέρει τρία στοιχεία του πλούτου, το αργύριο, το χρυσίο και τον ιματισμό, διά των οποίων συμπεριλαμβάνει κάθε μορφή πλούτου. Με την φράση «αργυρίου η χρυσίου» εννοεί γενικά τα αργυρά και χρυσά νομίσματα. 
34 «Αυτοί γινώσκετε ότι ταις χρείαις μου και τοις ούσι μετ' εμού υπηρέτησαν αι χείρες αύται». Ο Παύλος όχι μόνον ήταν ακτήμων και αφιλάργυρος, αλλά και δούλευε σκληρά για να αντιμετωπίσει τις ανάγκες συντηρήσεώς του και τις ανάγκες των συνεργατών του. Αυτό ήταν κάτι που το εγνώριζαν όλοι στην Έφεσο. Στο διάστημα των τριών ετών που έμεινε στην Έφεσο, ενώ νύχτα και ήμερα δεν έπαυε να νουθετεί τον καθένα χωριστά, παράλληλα έβρισκε χρόνο για να δουλεύει, να βγάλει τα έξοδά του. Και όχι μόνο τα δικά του έξοδα, αλλά «και τοις ούσι μετ' αυτού» δηλαδή των συνεργατών του. Το δε ακόμη πιο σημαντικό είναι το γεγονός, ότι δούλευε ενώ είχε την εξουσία να μη δουλεύει, αλλά να συντηρείται από τους πιστούς των εκκλησιών. Διότι όπως γράφει στο 9ο κεφάλαιο της Α΄ προς Κορινθίους επιστολής του, το δικαίωμα της μη εργασίας αυτών που εργάζονται στο έργο του Θεού καθώριζε και αυτός ακόμη ο νόμος της Παλαιάς Διαθήκης. Και όμως ο Παύλος  παραιτείται και των νομίμων ακόμη δικαιωμάτων του και κάνει κάτι παρά πάνω από αυτό που όριζε ο παλαιός νόμος, για να μην δώσει την παραμικρή αφορμή εκείνων, που ζητούσαν αφορμή για να τον κατηγορήσουν. Και την ώρα που τους έλεγε τα συγκλονιστικά αυτά λόγια, ασφαλώς τους έδειξε τις παλάμες του, τα ροζιασμένα από την σκληρή χειρονακτική δουλειά χέρια του. Μιμήθηκε και σ’ αυτό τον Κύριό μας, του οποίου τα χέρια ήταν και αυτά ροζιασμένα, διότι μέχρι την ηλικία των 30 ετών, δούλευε σκληρά ως μαραγκός και ως χειρονάκτης. Έτσι γίνεται όντως ένα πρότυπο άξιο προς μίμηση και μπορεί να λέγει στα πνευματικά του τέκνα «Μιμηταί μου γίνεσθε καθώς καγώ Χριστού» (Α΄Κορ.11,1).  
35 «Πάντα υπέδειξα υμίν ότι ούτω κοπιώντας δει αντιλαμβάνεσθαι των ασθενούντων, μνημονεύειν τε των λόγων του Κυρίου Ιησού, ότι αυτός είπε· μακάριόν εστι μάλλον διδόναι η λαμβάνειν». Με κάθε τρόπο, με λόγια αλλά προ παντός με έργα, σας υπέδειξα, πως πρέπει να ζήτε και να πολιτεύεστε. Ότι δηλαδή εργαζόμενοι και εσείς κατά τον ίδιο τρόπο, όπως εγώ, θα προλαμβάνετε κάθε σκανδαλισμό των ασθενών κατά την πίστιν αδελφών και θα τους βοηθήτε, να γίνουν δυνατοί πνευματικά. Με την λέξη «ασθενούντων», ο Παύλος εδώ δεν εννοεί τόσο τους σωματικά ασθενούντας, όσο τους ασθενούντας πνευματικά, δηλαδή εκείνους που εύκολα σκανδαλίζονται, που καλλιεργούν μέσα τους υπόνοιες φιλαργυρίας. Για το ίδιο αυτό θέμα του σκανδαλισμού των αδυνάτων ομιλεί και στην προς Ρωμαίους επιστολήν του: «Οφείλομε δ ημείς οι δυνατο τ ασθενματα των αδυνάτων βαστζειν, κα μ εαυτοίς αρσκειν» (Ρωμ.15,1). Αυτοί ως ποιμένες υποτίθεται, ότι είναι πολύ περισσότερο δυνατοί και ώριμοι πνευματικά από τους άλλους. Αν συμβαίνει το αντίθετο, τότε δεν είναι άξιοι να είναι ποιμένες. Θα μπορούν δε να βαστάζουν τα ασθενήματα των αδυνάτων και να προλαμβάνουν κάθε σκανδαλισμόν των, όταν ενθυμούνται όχι μόνον την διαγωγή του Παύλου, αλλά  και «των λόγων του Κυρίου Ιησού, ότι αυτός είπε· μακάριόν εστι μάλλον διδόναι η λαμβάνειν». Τα λόγια αυτά του Κυρίου δεν τα βρίσκουμε πουθενά στα ευαγγέλια. Προφανώς έχουν διασωθεί από αυτόπτες και αυτήκοους μάρτυρες, από τους οποίους τα έχει πληροφορηθεί ο Παύλος. Τόσον οι λόγοι αυτοί τού Κυρίου, όσον επίσης και άλλοι, που δεν έχουν γραφεί στα ευαγγέλια αποτελούσαν την εποχή εκείνη την λεγόμενη προφορική παράδοση, που μεταδιδόταν στους πιστούς από στόμα σε στόμα.

36 «Κα ταύτα ειπών, θες τ γνατα αυτού σν πάσιν αυτοίς προσηξατο». Όπως ο Κύριος επεσφράγισε την μακρά ομιλία του, (η οποία στο σύνολό της αποτελεί την Καινή του Διαθήκη), την νύχτα του μυστικού δείπνου με την αρχιερατική του προσευχή, κατά παρόμοιο τρόπο και ο Παύλος επισφραγίζει την συγκλονιστική αυτή ομιλία του με προσευχή. Αφού τελείωσε την ομιλία του γονάτισε και προσευχήθηκε μαζί με όλους τους πρεσβυτέρους. Και τι είπε στην προσευχή; Δεν μας λέει τίποτε ο Λουκάς. Πιθανότατα ήταν μια αυτοσχέδια προσευχή, και σίγουρα ήταν μια πύρινη προσευχή, που έβγαινε μέσα από το βάθος της καρδιά του. Μια προσευχή γεμάτη στοργή και αγάπη για τα πνευματικά του τέκνα, που δεν επρόκειτο πια να ξαναδεί στην παρούσα ζωή. Μια προσευχή με την οποία τους εμπιστεύεται πλέον στα χέρια του Θεού, όπως είπε προηγουμένως στο στίχο 32: «Κύριε δεν ξέρω αν θα τους ξαναδώ, εσύ το ξέρεις. Τους παραδίδω στα παντοδύναμα χέρια σου. Φύλαξέ τους από το πάθος της φιλαργυρίας και ενίσχυσέ τους στη δύσκολη και βαρεία αποστολή τους. Βοήθησέ τους να εργασθούν με αυταπάρνηση σύμφωνα με το παράδειγμα που τους έδωσα, όσο καιρό ήμουν μαζί τους. Ασφάλισε και αυτούς αλλά και το ποίμνιό τους από τους βαρεί λύκους, τους αιρετικούς».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Μπορείτε να δείτε τις προηγούμενες δημοσιεύσεις του ιστολογίου μας πατώντας το Παλαιότερες αναρτήσεις (δείτε δεξιά)